- ευσηψία
- εὐσηψία, ἡ (Α) [εύσηπτος]κατάσταση που ευνοεί τη γρήγορη σήψη («κοπρίζειν δοκεῑ τὴν γῆν διά... εὐσηψίαν», Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐσηψίαν — εὐσηψίᾱν , εὐσηψία readiness to decay fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)